- οπισθ(ο)-
- (ΑΜ οπισθ[ο]-)α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το -ο- από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β' συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ-αύλιο, οπισθό-δομος, οπισθο-κάλυμμα) ή κατευθύνεται προς τα πίσω (πρβλ. οπισθο-δρόμος, οπισθό-πλους, οπισθο-χωρώ). Τέλος, η μορφή οπισθ(ο)- απαντά και σε σειρά επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. οπισθόγναθος < αγγλ. opisthognathous, οπισθο-γράφος < αγγλ. opisthograph, οπισθο-δοντία < αγγλ. opistho-dont.Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό οπισθ(ο)-: οπισθέναρ, οπισθοβαρής, οπισθοβάτης, οπισθόβολος, οπισθογεμής, οπισθόγραψος, οπισθόδομος, οπισθόκομος, οπισθοκράνιον, οπισθότονος, οπισθοφύλαξ(-κας)αρχ.οπισθοβάμων, οπισθοβριθής, οπισθογυνής, οπισθοδάκτυλος, οπισθοκάλυμμα, οπισθοκάρπιος, οπισθοκέλευθος, οπισθόκεντρος, οπισθοκέφαλον, οπισθοκίνητος, οπισθοκόμης, οπισθοκρηπίδες, οπισθοκύφωσις, οπισθομερής, οπισθόμηρον, οπισθονόμος, οπισθόποινος, οπισθοπόρος, οπισθόπους, οπισθορμώ, οπισθόρροια, οπισθοσφενδόνη, οπισθοτίλη, οπισθότρωτος, οπισθουρητικός, οπισθοφανής, οπισθοφόρος, οπισθοχειμών, οπισθόχειρ, οπισθόψιλος, οπισθυπέρααρχ.-μσν.οπισθόδετοςμσν.οπισθάμβωνος, οπισθοδίωξις, οπισθοδρόμος, οπισθόκρανον, οπισθόπλους, οπισθοπρόσωπος, οπισθοτέλεια, οπισθοφάλακροςνεοελλ.οπισθαρίθμηση, οπισθαύλιο, οπισθέλκουσα, οπισθενεργός, οπισθοβουβωνικός, οπισθόβουλος, οπισθοβράγχια, οπισθογέμιση, οπισθογενεία, οπισθόγλυφα, οπισθόγναθος, οπισθογράφος, οπισθοδοντία, οπισθοηβικός, οπισθόθολος, οπισθομετωπία, οπισθοπεριτοναϊκός, οπίσθορχις, οπισθοσκόπευση, οπισθοστερνικός, οπισθόσωμα, οπισθοτομία, οπισθοτυφλικός, οπισθοφυλακή, οπισθόφυλλο, οπισθόχωμα, οπισθοχωρώ, οπισθώθηση, οπίσθωμοι.
Dictionary of Greek. 2013.